Ορισμός / Σημασία της έννοιας «άνθρωπος»

1. στον ενικό αριθμό: Ο άνθρωπος, αυτός που ανήκει στο ανθρώπινο γένος
2. στον πληθυντικό αριθμό: Οι άνθρωποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα

Ρίζα / Ετυμολογία της λέξης «άνθρωπο»

άνθρωπο < άνθρωπος < αρχαία ελληνική: ἄνθρωπος

Γραμματική Αναγνώριση της λέξης «άνθρωπο»

Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό, Κοινό
Κλίση: Ουσιαστικό σε –ος, Ισοσύλλαβο, Προπαροξύτονο
Γένος: Αρσενικό
Αριθμός: Ενικός
Πτώση: Αιτιατική

Κλίση της λέξης «άνθρωπος»

Κλίνεται όπως τα: Ουσιαστικά σε –ος (Ισοσύλλαβα)

ΠτώσηΕνικός αριθμόςΠληθυντικός αριθμός
Ονομαστικήο άνθρωποςοι άνθρωποι
Γενικήτου ανθρώπουτων ανθρώπων
Αιτιατικήτον άνθρωπο /τον άνθρωπον (λόγιος)τους ανθρώπους
Κλιτικήάνθρωπεάνθρωποι