Ορισμός / Σημασία της λέξης «άνθρωπος»

1. στον ενικό αριθμό: Ο άνθρωπος, αυτός που ανήκει στο ανθρώπινο γένος
2. στον πληθυντικό αριθμό: Οι άνθρωποι, το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα

Ρίζα / Ετυμολογία της λέξης «άνθρωπος»

άνθρωπος < αρχαία ελληνική: ἄνθρωπος

Γραμματική Αναγνώριση της λέξης «άνθρωπος»

Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό, Κοινό Συγκεκριμένο
Κλίση: Ουσιαστικό σε -ος με πληθ. -οι, Τρικατάληκτο, Ισοσύλλαβο, Προπαροξύτονο
Γένος: Αρσενικό
Αριθμός: Ενικός
Πτώση: Ονομαστική

Κλίση της λέξης «άνθρωπος»

Κλίνεται όπως τα: Ουσιαστικά σε -ος με πληθ. -οι (Ισοσύλλαβα)

ΠτώσηΕνικός αριθμόςΠληθυντικός αριθμός
Ονομαστικήο άνθρωποςοι άνθρωποι
Γενικήτου ανθρώπουτων ανθρώπων
Αιτιατικήτον άνθρωπο / άνθρωπον (λόγ.)τους ανθρώπους
Κλιτικήάνθρωπεάνθρωποι

Συνώνυμα της λέξης «άνθρωπος»

1.
2.
3.
4.

Αντώνυμα (αντίθετα) της λέξης «άνθρωπος»

1.
2.
3.
4.

Ρητά, Αποφθέγματα, Γνωμικά, Γνώμες μεγάλων ανδρών της λέξης «άνθρωπος»

1.
2.
3.
4.

Παροιμίες, Εκφράσεις της λέξης «άνθρωπος»

1.
2.
3.
4.

Ανάπτυξη εννοιών / Δοκίμια της λέξης «άνθρωπος»

1.
2.
3.
4.




  • tags: , , , , , , , ,